- υβρίζω
- ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Αεκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξειςνεοελλ.1. βρίζω2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία»)αρχ.1. φέρομαι με αυθάδεια, συμπεριφέρομαι υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην ακολασία (α. «ὁππότ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», Θέογν.β. «ὑμῑν ὑβρισθείςθεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῑσθέ νιν», Ευρ.)2. (ως δικανικός όρος στο αττ. δίκ.) κακοποιώ ή βιάζω («γυναῑκες και παῑδες ὑβρίζονται», Θουκ.)3. (για ζώα) εκδηλώνω τη δύναμη και την ευρωστία μου με ζωηρές κινήσεις4. (για ποταμό) ξεχειλίζω και παρασύρω με το ρεύμα μου5. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα6. (σχετικά με σαρκική επαφή) διαπράττω ασέλγεια7. παθ. ὑβρίζομαιευνουχίζομαι8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑβρισμένος, -η, -ονυπερβολικά επιδεικτικός9. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑβρισμέναοι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις10. φρ. α) «ὑβρίζω ἐπί τινα» — αλαζονεύομαι για την νίκη μου εναντίον κάποιου (Ευρ.)β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — κακοποιώ τα μάγουλα» (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.